- χορδιστής
- ο муз. настройщик
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χορδιστής — ο, θηλ. χορδίστρια, Ν βλ. κουρδιστής … Dictionary of Greek
κουρδιστής — και κουρντιοτής και χορδιστής, ο, θηλ. κουρδίστρια και κουρντίστρια και χορδίστρια [κουρδίζω] τεχνίτης ειδικός για το κούρδισμα μουσικών οργάνων, κυρίως τού πιάνου … Dictionary of Greek
χορδοστρόφος — ὁ, Α 1. χορδοποιός* 2. χορδιστής που ρυθμίζει τους βασικούς τόνους τών χορδών τών μουσικών οργάνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χορδή + στρόφος (< στρέφω), πρβλ. νευρο στρόφος] … Dictionary of Greek